ρεζίλης

ρεζίλης
ο, Ν, θηλ. ρεζίλισσα και ρεζίλω, Ν [ρεζίλι]
αυτός που γελοιοποιήθηκε, που έγινε καταγέλαστος, ο εξευτελισμένος, ο καταντροπιασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρεζίλης — ο ο ντροπιασμένος, ο καταγέλαστος: Έγινε ρεζίλης σ όλο το χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • ρεντίκολο — το (λ. ιταλ.), αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ο ρεζίλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”